- ψωμότυρο
- τοβλ. ψωμοτύρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψωμοτύρι — και ψωμότυρο, το, Ν 1. ψωμί και τυρί ως αποκλειστική τροφή 2. (γενικά) φτωχό γεύμα 3. φρ. «τό έχει ψωμοτύρι» τό λέει [ή τό κάνει] συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τυρί] … Dictionary of Greek